Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

Επανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άλλωστε το βιβλίο Παράξενες Διηγήσεις Αρχαίων Ελλήνων.

Το βιβλίο αποτελείται από αποσπάσματα έργων αρχαίων ιστορικών και γεωγράφων, στα οποία περιγράφονται παράδοξα, υπερφυσικά και μεταφυσικά γεγονότα. Συγκέντρωσα όλα αυτά τα αποσπάσματα από τα διασωθέντα έργα των αρχαίων και τα κατέταξα σε κεφάλαια, όπως: Θαύματα, Δράκοι, Μακρόβιοι Άνθρωποι, Παράδοξα της Φύσης, Φορτιανά Φαινόμενα, ΑΤΙΑ, Δαίμονες, Μάγοι και Μαγεία, Γίγαντες, Κρυπτοζωολογία κ.ά.
Η μεγάλη αυτή έρευνα έγινε στα πολύτομα έργα των: Αγαθαρχίδου, Αγαθημέρου του Όρθωνος, Αππιανού, Αρριανού, Αρτεμίδωρου Εφέσιου, Εκαταίου του Μιλήσιου, Ευνάπιου, Δικαίαρχου, Διογένη Λαέρτιου, Διόδωρου Σικελιώτη, Διονύσιου Αλικαρνασσέα, Ηρόδοτου, Θουκυδίδη, Ισιδώρου Χαρακηνού, Μαρκιανού Ηρακλεώτου, Μένιππου Περγαμηνού, Ξενοφώντα, Παυσανία, Πλούταρχου, Πολύβιου, Ποσειδώνιου, Σκύλακος Καρυανδέως, Σκύμνου Χίου, Στράβωνα και Φιλόστρατου.
Οι περισσότεροι από τους παραπάνω συγγραφείς διαχωρίζουν την θέση τους από τους μυθογράφους, τους ποιητές και τους υπόλοιπους αρχαίους ιστοριογράφους ισχυριζόμενοι ότι οι ίδιοι δεν μυθολογούν όπως οι άλλοι, αλλά ιστορούν τα γεγονότα χωρίς να προσθέτουν φανταστικά στοιχεία. Έτσι τα διάφορα παράδοξα γεγονότα και αφύσικα συμβάντα παρουσιάζονται στα έργα τους σαν αληθινά περιστατικά κι όχι φανταστικές ιστορίες.
Ένα βιβλίο που για πρώτη φορά στην Ελλάδα συγκεντρώνει όλες τις παράξενες διηγήσεις των αρχαίων Ελλήνων.
http://www.alloste.gr/a/16-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%AC%CE%BE%CE%B5%CE%BD%CE%B5%CF%83-%CE%B4%CE%B9%CE%B7%CE%B3%CE%AE%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%83-%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%AF%CF%89%CE%BD-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%AE%CE%BD%CF%89%CE%BD.html

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2012

«Αιώνια αγάπη θα ανθίσει, όταν όνειρο άλλο όνειρο αγγίξει»


«Αιώνια αγάπη θα ανθίσει, όταν όνειρο άλλο όνειρο αγγίξει»


Τα δάχτυλα τρέμουν πάνω από το πληκτρολόγιο. Το βλέμμα καρφωμένο στην οθόνη, εστιασμένο στο όμορφο πρόσωπο, το διστακτικό χαμόγελο, τα θλιμμένα μάτια∙ μια φωτογραφία, χίλιες λέξεις και μπερδεμένα συναισθήματα.
Αυτή, η Νίκη: ένα όμορφο λουλούδι, μια φανταχτερή πεταλούδα, ένα αναγεννημένο ξωτικό. Αυτός, ο Άγγελος: ένα γερασμένο μυαλό μέσα σε νεανικό σώμα, μια ζωή καταδικασμένη στον αέναο κύκλο της αποτυχίας και της ατυχίας. Δυο πλάσματα άγνωστα, με μόνο κοινό στοιχείο την αγάπη τους για εκείνον τον καταραμένο ποιητή Έντγκαρ Άλαν Πόε.
Του έκανε πρόταση φιλίας, γι’ αυτό τρέμουν τα δάχτυλά του. Η καρδιά του πάει να σπάσει από τον φόβο ότι ονειρεύεται και σε λίγο θα ξυπνήσει για να διαπιστώσει πως εκείνη δεν θα είναι πια εκεί, μπροστά του, να του μιλάει...
Του μιλάει! Μάλλον καλύτερα ειπωμένο του γράφει. Του έγραψε: «όνειρο μέσα σε όνειρο», κάτι σαν σύνθημα μεταξύ συνωμοτών, σαν αναγνωριστικό σημάδι αδελφών ψυχών που περιφέρονται άσκοπα σ’ ένα αφιλόξενο σύμπαν, γεμάτο τέρατα και παγίδες. Συνεννοούνται, μυστικά, λαθραία. Χαμογελάνε χωρίς να βλέπει ο ένας τον άλλον, αλλά ακούνε τα καρδοχτύπια τους. Ανθίζει ένα όνειρο.
Με τις λέξεις γεμάτες νοήματα που αποκαλύπτουν συναισθήματα, ο χρόνος κυλάει ασυναίσθητα. Ξεκίνησαν να επικοινωνούν το απόγευμα και τώρα έξω χαράζει. Της προτείνει να δούνε μαζί το ξημέρωμα, τον ήλιο να ξεμυτίζει πίσω από τις τσιμεντένιες ταράτσες των πολυκατοικιών, με τις ακτίνες του να αντανακλώνται στις ασημένιες κεραίες και τα σκουριασμένα σύρματα. Στέκονται με κομμένη την ανάσα, μακριά ο ένας από τον άλλον, σε άλλους χώρους, σε διαφορετικές πόλεις, αλλά βλέπουν το ίδιο μεγαλειώδες θέαμα: τις λευκές ακτίνες να στεφανώνουν τις καταπράσινες βουνοκορφές, τα άνθη να στρέφονται στο φως, το ουράνιο τόξο να σχηματίζεται στα ριζά ενός καταρράκτη. Το όνειρο άνθισε.
Δεν θέλει να την αφήσει, ασχέτως που νυστάζει. Εκείνη του στέλνει φιλιά, προσωπάκια κίτρινα με κόκκινα χείλη και του γράφει περιπαιχτικά «καληνύχτα». Εκείνος ανταποδίδει τα φιλιά και κλείνει τον υπολογιστή, με την καρδιά του γεμάτη, για πρώτη φορά στη ζωή του. Κοιμάται ήσυχα, σαν ευτυχισμένο παιδί.
Ξύπνησε οκτώ ώρες αργότερα. Καιρό είχε να κοιμηθεί τόσες ώρες, συνήθως ξυπνούσε μετά από τέσσερις με πέντε ώρες ύπνο. Νοιώθει ανάλαφρος, ευτυχισμένος. Το πρώτο που κάνει μόλις σηκώνεται από το κρεβάτι είναι να ανοίξει τον υπολογιστή και να μπει στο ίντερνετ.
Στην οθόνη βλέπει ένα μήνυμα. Είναι από εκείνην. Το ανοίγει με λαχτάρα και διαβάζει γοητευμένος: «Γεύτηκα το όνειρο μέσα σ’ όνειρο. Σ’ ευχαριστώ». Από κάτω οι αριθμοί των τηλεφώνων της. Ένα σταθερό και ένα κινητό. Κοιτάζει την ώρα που του έστειλε το μήνυμα, πριν από μια ώρα. Σχηματίζει τον αριθμό του κινητού της και με την καρδιά του να πάλλεται σε γρήγορους ρυθμούς πάθους, περιμένει να ακούσει τη φωνή της. Αναρωτιέται πώς θα είναι η χροιά της, αλλά ξέρει ότι θα του αρέσει όπως και να είναι.
Του απαντάει μια γυναικεία φωνή, βαθιά, πνιγμένη κάπως, σαν από λυγμό.
«Νίκη;»
Ένα υπόκωφο βογκητό φτάνει στα αυτιά του. Η ανάσα της κοπέλας στο ακουστικό είναι γρήγορη, η φωνή της αγχωμένη. «Ποιος είστε;»
Ο πληθυντικός τον ενοχλεί, αλλά δεν δίνει σημασία. «Ένας φίλος της.» Σιωπή απλώνεται στιγμιαία και αμέσως τη διαλύουν αχνές φωνές και οδυρμοί που ακούγονται από τον περίγυρο του ατόμου που κρατάει το τηλέφωνο.
«Η Νίκη…» η κοπέλα κομπιάζει, «δεν… ζει πια…»
Ο Άγγελος κάνει να γελάσει, αλλά σταματάει, καθώς το τηλέφωνο κλείνει απότομα. Παγωμένος κοιτάζει το ακουστικό και σκέφτεται. Δεν ανησυχεί, αναρωτιέται εάν είναι αστείο, κάποια φάρσα ή ένας τρόπος απόρριψης. Δεν βγάζει νόημα και ξανακαλεί. Του απαντάει η μαγνητοφωνημένη γυναικεία φωνή που του λέει ότι ο κάτοχος του τηλεφώνου θα του απαντήσει όταν το ξαναβάλει σε λειτουργία.
Κλείνει απογοητευμένος. Κοιτάζει τον αριθμό του σταθερού τηλεφώνου στην οθόνη και καλεί. Μετά από αρκετές στιγμές του απαντάει μια ανδρική φωνή. Ζητάει ευγενικά τη Νίκη και ο άνδρας του απαντάει ότι η Νίκη σκοτώθηκε εχθές σε αυτοκινητιστικό ατύχημα και η κηδεία της έγινε πριν από μία ώρα.
Μπερδεμένος, χαμένος, αποπροσανατολισμένος, κλείνει το τηλέφωνο και κάθεται στην καρέκλα. Δεν πιστεύει ότι του κάνουν φάρσα, αλλά δεν μπορεί και να κατανοήσει την κατάσταση. Σε μια έκλαμψη της λογικής του αναζητάει στο ίντερνετ τα ατυχήματα της χθεσινής ημέρας και παρά τις όποιες αμφιβολίες του βλέπει το όνομά της, τη φωτογραφία της και την περιγραφή του τραγικού ατυχήματος.
Πιάνει το κεφάλι του, κλείνει σφιχτά τα βλέφαρα, μαυρίζει το οπτικό του πεδίο και στα σκοτάδια του μυαλού του σκέφτεται, αναρωτιέται, προσπαθεί να καταλάβει. Δεν βρίσκει απαντήσεις, αδυνατεί να κατανοήσει, δυσκολεύεται να εξηγήσει. Μετά τη φέρνει στο μυαλό του, την εικόνα της, το όμορφο πρόσωπο, το διστακτικό χαμόγελο, τα θλιμμένα μάτια…
Τρέμουν τα χέρια του πάνω από το πληκτρολόγιο. Η καρδιά του βροντοχτυπά από την αγωνία, αλλά γράφει εκστασιασμένος: «Αιώνια αγάπη θα ανθίσει, όταν όνειρο άλλο όνειρο αγγίξει.»
Ξέρει ότι θα του απαντήσει…

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

Η Γελοιότερη Μάχη Όλων των Εποχών. (απόσπασμα από την ομιλία Αρχαίοι Έλληνες Πολεμιστές: Για Γέλια και για Κλάματα)




Στην ουσία δεν ήταν μάχη, αλλά αλληλοσφαγή, αλλά ας αφηγηθώ το γεγονός για να καταλάβετε.
Οι Συρακούσιοι είχαν πόλεμο με τους Καρχηδόνιους και ο Αγαθοκλής που ήταν τύραννος και καλός στα πολεμικά, σκέφτηκε ότι αντί να πολιορκούν οι Καρχηδόνιοι την πόλη του, καλύτερα να πολιορκήσει αυτός την Καρχηδόνα. Αυτό που λένε οι στρατιωτικοί δηλαδή, ότι η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση. Ετοίμασε λοιπόν στρατό και αποβιβάστηκε στην Αφρική. Οι Καρχηδόνιοι που δεν περίμεναν μια τέτοια εξέλιξη του πολέμου τα έχασαν, κλείστηκαν στα τείχη και περίμεναν τις κινήσεις του Αγαθοκλή.
Ωστόσο ο Αγαθοκλής έκανε όλα τα υπόλοιπα εκτός του να πολιορκήσει την Καρχηδόνα, κατάκτησε τα χωριά και τις κωμοπόλεις, κατέστρεψε τα χωράφια, έκλεψε τα ζώα, έστελνε τα κλοπιμαία στη Σικελία και γενικώς καταλήστευε την περιοχή χωρίς να πολιορκεί την πόλη.
Οι Καρχηδόνιοι είδαν και απόειδαν ότι οι Συρακούσιοι δεν επιτίθενται, αλλά ληστεύουν την περιοχή, και αποφάσισαν να βγουν από τα τείχη. Έτσι, πήγαν και στρατοπέδευσαν απέναντι από το στρατόπεδο των Ελλήνων.
Ωστόσο κανένας δεν είχε σκοπό να δώσει μάχη. Οι Καρχηδόνιοι φοβούνταν, ενώ ο Αγαθοκλής είχε προβλήματα διοίκησης. Το αποτέλεσμα ήταν οι δυο αντίπαλοι να περιμένουν κλεισμένοι στα στρατόπεδά τους. Οι μέρες περνούσαν και οι τροφές λιγόστευαν. Εκτός αυτού ο Αγαθοκλής ήταν τέτοιος τσιγκούνης και φιλάργυρος που σταμάτησε να πληρώνει τους μισθούς των μισθοφόρων του, με το σκεπτικό να τους πληρώσει όταν νικήσει τους Καρχηδόνιους. Μεταξύ όμως των μισθοφόρων ήταν και κάτι ντόπιοι νομάδες που χρειάζονταν τα χρήματα άμεσα. Έτσι, απλήρωτοι και κακοταϊσμένοι αποφάσισαν ένα βράδυ να φύγουν και να πάνε να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους Καρχηδόνιους. Βγήκαν λοιπόν οι Αφρικανοί από το ελληνικό στρατόπεδο και τράβηξαν τον δρόμο για το στρατόπεδο των Καρχηδονίων.
Βράδυ, σκοτάδι πηχτό, οι φρουροί των Καρχηδονίων ακούν θόρυβο από όπλα και άλογα και τρομάζουν. Νομίζουν ότι δέχονται επίθεση και σημαίνουν συναγερμό. Κάποιοι μάλιστα τρέχουν για να ξυπνήσουν τον στρατηγό τους. Οι Καρχηδόνιοι στρατιώτες ξυπνάνε έντρομοι, πετάγονται έξω από τα αντίσκηνά τους και βλέπουν εκείνους που τρέχουν προς το αντίσκηνο του στρατηγού και νομίζουν ότι είναι Έλληνες που μπήκαν μέσα στο στρατόπεδο. Οι αγουροξυπνημένοι στρατιώτες επιτίθενται στους φρουρούς και όσοι άλλοι βλέπουν την μάχη που ξέσπασε στο κέντρο του στρατοπέδου επιτίθενται και αυτοί, με αποτέλεσμα μέσα στο σκοτάδι να σφάζονται οι Καρχηδόνιοι αναμεταξύ τους.
Οι Αφρικανοί ακούνε την φασαρία μέσα στο στρατόπεδο και τρομάζουν. Νομίζουν ότι οι Καρχηδόνιοι θα τους επιτεθούν και στρέφουν τα άλογα και τις καμήλες τους να σωθούν. Αποφασίζουν να γυρίσουν στο στρατόπεδο των Ελλήνων. Καλπάζουν λοιπόν με ταχύτητα.
Οι Έλληνες φρουροί ακούνε την φασαρία που γίνεται στο στρατόπεδο των Καρχηδονίων, τις φωνές, την κλαγγή, ακούνε και το ποδοβολητό των νομάδων που επιστρέφουν φοβισμένοι και νομίζουν ότι τους επιτίθενται οι Καρχηδόνιοι. Βάζουν τις φωνές και τρέχουν να ξυπνήσουν τους άλλους που κοιμούνται. Όσοι μισθοφόροι ξυπνάνε από τις φωνές και βγαίνουν από τα αντίσκηνα βλέπουν αυτούς που τρέχουν ουρλιάζοντας και τους θεωρούν Καρχηδόνιους, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να σφάζονται αναμεταξύ τους. Τελικά μέσα στο σκοτάδι και τα δυο στρατόπεδα πήραν φωτιά, στην κυριολεξία. Την επόμενη μέρα, και οι δυο αποδεκατισμένοι στρατοί μετέφεραν τα στρατόπεδα σε άλλο μέρος, και στο τέλος, μετά από κάποιες μέρες ο Αγαθοκλής επέστρεψε στις Συρακούσες.
Η πολιορκία και η κατάκτηση της Καρχηδόνας από τους Έλληνες, αν και ξεκίνησε, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

Η επανάσταση των συνετών


Καθημερινά ακούω και διαβάζω τον πόθο των συμπολιτών μας για εκδίκηση, αυτοδικία, επανάσταση, όπλα, κρεμάλες, φωτιά και τσεκούρι. Πρόσφατα είδαμε ότι ο φόβος των κυβερνώντων για μια γενικευμένη εξέγερση, κατά τη διάρκεια της εθνικής μας εορτής, τους οδήγησε σε πρωτοφανή μέτρα που δεν χαρακτηρίζουν δημοκρατικό πολίτευμα.
  Ο φόβος από τη μια πλευρά και η δίκαιη αγανάκτηση, οργή και απαίτηση δικαιοσύνης, από την άλλη. Οργή και αγανάκτηση, που εκφράζεται με απειλές και εκδηλώνεται ή θα εκδηλωθεί με βίαιες πράξεις.
  Όλοι όσοι αισθάνονται ή είναι αδικημένοι προσδοκούν μια εξέγερση και την ονομάζουν επανάσταση. Το καζάνι βράζει.
  Η χώρα μας, η Ελλάδα, είναι η μοναδική στον κόσμο που έχει γνωρίσει τόσες πολλές εξεγέρσεις και επαναστάσεις στην ιστορία της. Θα περίμενε ο οποιοσδήποτε τα πάμπολλα παθήματα να γίνουν κάποτε μαθήματα, αλλά δυστυχώς όχι. Ακόμα και σήμερα οι Έλληνες παρορμητικά, με δίκαιο θυμό, αποζητάνε βία και αίμα.
  Όλοι μας γνωρίζουμε ότι δεν είναι λύση των προβλημάτων η βία. Όσο κι αν την απαλύνεις, με οποιοδήποτε όνομα κι αν τη βαφτίσεις, αυτή θα παραμείνει ως έχει και θα γεννήσει κι άλλη βία.
  Αν ανατρέξουμε στην Ιστορία και εξετάσουμε τα αποτελέσματα των εξεγέρσεων και των επαναστάσεων θα αναγνωρίσουμε ότι το αίμα που χύθηκε, η βαναυσότητα που βιώθηκε και οι αμέτρητες απώλειες, πήγαν όλα εις μάτην, μιας και το σύστημα δεν άλλαξε, αφού οι καταπιεσμένοι του χθες μεταλλάχτηκαν στους καταπιεστές του αύριο.
  Αυτό μας διδάσκει η ιστορία των βίαιων εξεγέρσεων. Και ο λόγος είναι προφανής. Τι μαθαίνει ένας μαθητής στο σχολείο; Ότι με την εξέγερση κάποιοι, σκοτώνοντας ή βασανίζοντας άλλους, πήραν την εξουσία στα χέρια τους. Όταν λοιπόν θα έρθει το παιδί στην ηλικία να διεκδικήσει, θα πράξει σύμφωνα με τα καθιερωμένα, μ’ αυτά που διδάχτηκε. Κατά συνέπεια η βία και ο διχασμός διαιωνίζονται.
  Η χώρα μας είναι μικρή και ο λαός μας μετρημένος αριθμητικά, κάθε τρίτη τέταρτη οικογένεια είναι συγγενική, γι’ αυτό δεν αντέχει άλλο αίμα και η λογική προστάζει όχι άλλους θανάτους και διχασμούς.
  Η εξέγερση που ευαγγελίζονται κάποιοι θα είναι καλό να είναι ειρηνική, να είναι εξέγερση των συνετών, μια επανάσταση της δικαιοσύνης. Πρέπει να σταθούμε υπεύθυνοι απέναντι στον εαυτό μας και στις μελλοντικές γενιές. Αν θέλουμε να αλλάξουμε κάτι να το κάνουμε χωρίς βία και συνοπτικές διαδικασίες, δίχως λαϊκά δικαστήρια, βάναυσους διασυρμούς, αγριότητες και πάθη που θα συνεχίσουν να διχάζουν τους αυριανούς πολίτες της Ελλάδας. Αν θέλουμε να αλλάξουμε πραγματικά η εξέγερση θα πρέπει να έχει τη μορφή της δικαιοσύνης, να κατασχεθούν περιουσίες, να απαγορευτούν πολιτικά δικαιώματα και οι ένοχοι να καταδικαστούν σε κοινωνική εργασία εφ’ όρου ζωής. Όχι άλλο αδελφικό αίμα στην Ελλάδα.

Συνεχώς διχασμένοι, ποτέ ενωμένοι, πάντα νικημένοι!


Παρατηρώ συμπεριφορές, βλέμματα, πράξεις, λόγια. Υπάρχει δυσαρέσκεια, απογοήτευση και απαισιοδοξία. Όλοι αισθάνονται άσχημα, ακόμα κι εκείνοι που τους προσπέρασε η κρίση χωρίς να τους αγγίξει. Όλοι νοιώθουν τις αλυσίδες που μας φόρεσαν τα εγχώρια και ξένα τσακάλια της οικονομίας. Αλλά...
 Πάντα υπάρχει αυτό το αλλά. Ακόμα περιμένουμε μια λύση από τον ουρανό, προσμένουμε έναν ηγέτη από το πουθενά, να έρθει να μας σώσει και οι περισσότεροι από εμάς, μην έχοντας σκεφτεί διεξοδικά το πρόβλημα, θα ψηφίσουν τους ίδιους αερολόγους, τους ίδιους καταστροφείς, τους ίδιους δημαγωγούς που εδώ και 35 χρόνια μας εκμεταλλεύονταν και ζούσαν όμορφα εις βάρος μας...
  Παρατηρώ συμπεριφορές, βλέμματα, πράξεις, λόγια και βεβαιώνομαι καθημερινά ότι δεν έχει κανένα νόημα η λέξη συλλογικό, δεν υπάρχει αλληλεγγύη, δεν υφίσταται αλτρουισμός. Δυστυχώς, αυτή είναι η πραγματικότητα και η παραδοχή της ίσως μας κάνει καλό. Είμαστε όλοι για τον εαυτό μας και κάποιοι λίγοι είναι και για το συμφέρον μικρών ομάδων, τίποτα παραπάνω. Είμαστε χωρισμένοι ατομικά και δεν μπορούμε να πράξουμε συλλογικά.
  Άλλωστε δεν έχουμε και κάποιον ενωτικό κρίκο από τον οποίον θα μπορούσαμε να κρατηθούμε όλοι μαζί. Τα πάντα έχουν διαβρωθεί από τη μισαλλοδοξία που έχουν σπείρει τα εγωιστικά ανθρωπάκια που παρουσιάζονταν σαν σωτήρες μας, από τα δεξιά οι σωτήρες του έθνους και από τα αριστερά οι σωτήρες του λαού. Οι πληγές που ανοίχτηκαν στο παρελθόν, είτε με τον εμφύλιο είτε με τη χούντα, δεν έχουν επουλωθεί και παραδόξως κληροδοτούνται σε ανθρώπους που δεν έζησαν εκείνο το διάστημα. Τα μίση και τα πάθη εκείνων των εποχών δημιούργησαν χάσματα μεταξύ μας, δεν μας δίδαξαν την ένωση, το συλλογικό, αλλά την περιχαράκωση, τον απομονωτισμό.
  Αντιθέτως, τα ανθρωπάκια, οι υποκινητές αυτής της κατάστασης, ένθεν κι ένθεν, ζούσαν και ζούνε ευχαριστημένα, διατηρώντας μάλιστα αναμεταξύ τους περισσότερους ενωτικούς δεσμούς απ' ότι εμείς οι υπόλοιποι. Οι δεσμοί της εξουσίας και της εκμετάλλευσής μας, οι οποίοι τους ενώνουν, είναι ισχυρότεροι από οποιαδήποτε άλλη ομαδική μορφή που υπάρχει αναμεταξύ μας. Το βλέπετε καθαρά στα λόγια τους, ακόμα και στα μάτια τους, αλλά στρουθοκαμηλίζετε. Έχετε μάθει να ακολουθείτε μπλε, πράσινους και κόκκινους ηγέτες, δεν μπορείτε να διανοηθείτε τη ρήξη, την τομή, με αποτέλεσμα να παραμένετε μόνοι.
  Ακόμα και αυτό που θα μπορούσε να μας ενώσει στη συγκεκριμένη περίπτωση, δίχως να μας διαχωρίσει σε επιμέρους ομάδες, η Ελλάδα, το ότι είμαστε όλοι Έλληνες, έχει διαβρωθεί τόσο στο μυαλό μας που αποτελεί πια ανέκδοτο να το επικαλούμαστε.
  Είναι φυσικό λοιπόν, να μην έχουμε μέλλον, γιατί απλώς απαρνηθήκαμε τη συλλογική μας ταυτότητα. Θα συνεχίσουμε να ζούμε, ο καθένας με τον τρόπο του και τις δυνάμεις του, αλλά πάντα ατομικά, ευάλωτοι σε κάθε επιβουλή, ανίσχυροι σε κάθε υποδούλωση που θα προτείνουν οι εκάστοτε εξουσιαστές και επικυρίαρχοι.
  Από τον θρησκευτικό μεσσιανισμό, συνεχίζοντας να είμαστε μια μάζα αποκλίνοντων ατόμων, περάσαμε στον πολιτικό μεσσιανισμό του νέου Μεσαίωνα που ξεπροβάλλει παγκοσμίως.

Μήπως έφτασε ο καιρός να ξαναβρούμε τη συνείδησή μας;


   Κρυμμένοι πίσω από προσωπικά δεδομένα, φυλαγμένοι μέσα στη συλλήβδην απενοχοποίηση των πάντων, κοιμώμενοι πάνω στην κλίνη της υλικής ευφορίας, για χρόνια ζούσαμε σ’ έναν ψεύτικο κόσμο, πλασμένο σχεδόν κινηματογραφικά προς τέρψιν κάποιων θεατών, παρά δική μας. Μάλλον ο κόσμος μας δεν ήταν καν κινηματογραφικός, αλλά περισσότερο διαφημιστικός, όπως τα σποτάκια στην τηλεόραση: ψεύτικα χαμόγελα, άνετα σπίτια, όμορφα αυτοκίνητα, ανούσιες και ανόητες συζητήσεις, λουλουδιασμένη ζωή, επιφανειακή.
       Το ξέραμε ότι δεν είναι έτσι η ζωή, το αισθανόμασταν, γιατί όσο κι αν κρυβόμασταν, φυλαγόμασταν και κοιμόμασταν, ταυτόχρονα βιώναμε την απώλεια της λογικής μας, καταλαβαίναμε το χάσιμο των ορίων, την εξαφάνιση του μέτρου, νοιώθαμε το κίβδηλο των συναισθημάτων μας και γνωρίζαμε ότι χάνουμε την ανθρωπιά μας. Δεν δίναμε όμως σημασία, γιατί πάνω στον παροξυσμό μας, στην έξαψη της χαράς μας, που ζούσαμε σε ευχάριστες συνθήκες, πετάξαμε τον καθρέφτη της συνείδησής μας και μείναμε γυμνοί, κενοί και ανούσιοι.
       Κάποιοι τον έκρυψαν, άλλοι τον έσπασαν. Δεν θέλαμε να νοιώθουμε τύψεις, θέλαμε μια άκριτη ζωή, χωρίς προβληματισμούς και έγνοιες.
        Οι ψυχολόγοι σε λαμπερά σικάτα συνέδρια έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου για τη μάστιγα της εποχής που ονομάζεται κατάθλιψη, οι ψυχίατροι αύξησαν τα έσοδα των φαρμακοβιομηχάνων προτείνοντας χάπια για κρίσεις πανικού και άλλα τέτοια ψυχικά προβλήματα που αναφέρονταν σε μονόστηλα άρθρα ή μονόλεπτες ανακοινώσεις στις ειδήσεις. Ακόμα και τα ναρκωτικά παρουσιάζονταν και συνεχίζουν να παρουσιάζονται απενοχοποιημένα, σαν μια εξάρτηση, απλή, που προήλθε από περιέργεια, δίχως κάποιον σοβαρό λόγο, έτσι άσκοπα, για διασκέδαση.
       Όλα τα άσχημα και τα προβληματικά στον φωταγωγημένο κόσμο μας, έπρεπε να τα κρύβουμε κάτω από το πανάκριβο χαλί της προκατασκευασμένης ζωής μας. Δεν είχαν θέση στο ορατό μας πεδίο, στην όμορφη και ευημερούσα κοινωνία που έπλαθε το κονσερβοποιητικό πολιτικοοικονομικό σύστημα.
        Ζούσαμε στη λαμπερή εικονική, με την κυριολεκτική της έννοια, πραγματικότητά μας και αδιαφορούσαμε για τη γάγγραινα που απλωνόταν κάτω από τα φανταχτερά μας ρούχα. Ξαφνικά όμως, η διαφημιστική καμπάνια έληξε και από ηθοποιοί βρεθήκαμε κομπάρσοι∙ ακόμα χειρότερα, άνεργοι και φτωχοί, έτσι που να μην έχουμε πια τη δυνατότητα να επιστρέψουμε ξανά σ’ εκείνη τη ματαιόδοξη, αλλά καθόλα ελκυστική ζωή.
   Οργιστήκαμε, αγανακτήσαμε και μαθημένοι στην ασυνείδητη απόφαση, στην ελαφρότητα της επιλογής, διαγνώσαμε το πρόβλημα και φωνάξαμε: «φταίνε οι άλλοι». Δεν είχαμε καν το φιλότιμο, που δήθεν μας χαρακτηρίζει, να αναρωτηθούμε: πόσο φταίνε οι άλλοι για τα δικά μας σφάλματα; Αυτοί οι άλλοι δεν έπραξαν ό,τι έπραξαν με τη δική μας ανοχή; Αυτοί οι άλλοι δεν μας σέρβιραν εκείνο που ποθούσαμε; Αυτοί οι άλλοι δεν έδειχναν τι και πώς, επειδή εμείς δεν θέλαμε να είμαστε υπεύθυνοι της ζωής μας;
Αυτοί οι άλλοι, οι ίδιοι και οι παρόμοιοι, τώρα δεν παρακαλάνε να τους ψηφίσουμε; Ζητάνε δηλαδή για μια ακόμη φορά την ανοχή μας. Θέλουνε όχι τον σταυρό μας στα ψηφοδέλτιά τους, αλλά την υπογραφή μας για να συνεχίσουν το έργο τους σύμφωνα με τα συμφέροντά τους…
       Δεν είσαι κινηματογραφικός χαρακτήρας, βρες τον καθρέφτη σου και κοίταξε το είδωλό σου, δεν είσαι σταρ σε ταινία φαντασίας, είσαι άνθρωπος και ζεις στην πραγματικότητα. Ξαναβρές τη συνείδησή σου και γίνε αστέρι της ζωής σου, όχι λαμπάκι που αναβοσβήνει σύμφωνα με τις διαθέσεις των άλλων.

Το μολυσμένο δένδρο δίνει μόνο μολυσμένους καρπούς

      Από την ημέρα της Μεταπολίτευσης και στη συνέχεια ο ελληνικός λαός άκουσε λέξεις-έννοιες όπως «Αλλαγή», «Υπέρβαση», «Νέο Όραμα», «Επανίδρυση», «Επανεκκίνηση» και άλλες πολλές, που κατά καιρούς τον έπειθαν και ψήφιζε με την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Κάθε φορά όμως, μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, διαπίστωνε ότι όλες αυτές οι μεγαλόστομες και ελπιδοφόρες διακηρύξεις έμεναν απλώς κούφιες υποσχέσεις. Σαράντα σχεδόν χρόνια ζήσαμε και γνωρίσαμε το ίδιο και παρόμοιο σκηνικό, υποσχέσεις για ένα καλύτερο αύριο και το «κάθε πέρυσι και καλύτερα», μέχρι που φτάσαμε στο μνημόνιο και το κατάμαυρο μέλλον.
     Τελικά, μετά την πρώτη δεκαετία, η διαπίστωση έγινε απ’ όλους τους ψηφοφόρους: «όλοι είναι ίδιοι», με αποτέλεσμα να βλέπουμε συνεχώς την εναλλαγή των δυο πρώην μεγάλων κομμάτων στην εξουσία μέχρι τις πρόσφατες εκλογές. Τώρα, με το γκρέμισμα του δικομματισμού, με την εμφάνιση νέων προσώπων, ο λαός άρχισε ξανά να ελπίζει για ένα καλύτερο αύριο.
       Είναι όμως έτσι; Θα δούμε ένα φωτεινό μέλλον ή απλώς θα ζήσουμε τα ίδια γεγονότα με διαφορετικά πρόσωπα στην εξουσία; Ξαφνικά οι Έλληνες θα μάθουν να τηρούν τους νόμους; Θα σταματήσουν να είναι άπληστοι και να διαφθείρονται; Θα επέλθει δια μαγείας τάξη, ισονομία, δικαιοσύνη, θα πάψουν τα ρουσφέτια, θα δοθούν οι θέσεις σε ικανούς;
     Αν θέλουμε να κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας και να είμαστε φαντασιόπληκτοι, θα απαντήσουμε θετικά. Ωστόσο ξέρουμε την αλήθεια. Τίποτε απ’ αυτά δεν θα γίνει, τα πράγματα θα χρωματιστούν λιγάκι, θα υπάρξει μια μικρή διαφορά, αλλά αργότερα και πιο σύντομα απ’ ό,τι πιστεύουμε, όλα θα παραμείνουν ίδια και παρόμοια.
       Ο λόγος, ο μοναδικός λόγος κι ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, που δεν θα αλλάξει η κατάσταση είναι ότι το πολιτικό σύστημα, το πολίτευμα της χώρας, είναι σάπιο, δίχως δικλείδες ασφαλείας, άδικο για την πλειοψηφία των πολιτών και κακοφορμισμένο, επίσης πεπαλαιωμένο. Γι’ αυτό οποιοδήποτε κόμμα κι αν έρθει στην εξουσία, μηδενός εξαιρουμένου, θα πράξει τα ίδια με το προηγούμενο, με μικρές ή ελάχιστες αποκλίσεις, γιατί το μολυσμένο δένδρο δίνει μόνο μολυσμένους καρπούς, στα χαμηλά και στα ψηλότερα κλαδιά.
     Αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα δεν είναι η αλλαγή κόμματος, αλλά η αλλαγή του πολιτεύματός της. Εδώ, σ’ αυτόν τον τόπο, γεννήθηκε η δημοκρατία και είμαστε περήφανοι γι’ αυτό. Εδώ, σ’ αυτόν τον τόπο, έχουμε την ευκαιρία και μπορούμε να αναμορφώσουμε το δημοκρατικό σύστημα, να του δώσουμε μια πιο σύγχρονη μορφή, να μειώσουμε τις αδικίες, να μοιραστούν οι ευθύνες σε περισσότερους πολίτες, να καταμεριστούν οι εξουσίες κ.λπ. ούτως ώστε να μην κυβερνάται η Ελλάδα από κομματάρχες και από ανθρώπους που επιβάλλουν τα κόμματα και τα συμφέροντά τους, αλλά από τους δημοκρατικούς πολίτες της.