Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

Η επανάσταση των συνετών


Καθημερινά ακούω και διαβάζω τον πόθο των συμπολιτών μας για εκδίκηση, αυτοδικία, επανάσταση, όπλα, κρεμάλες, φωτιά και τσεκούρι. Πρόσφατα είδαμε ότι ο φόβος των κυβερνώντων για μια γενικευμένη εξέγερση, κατά τη διάρκεια της εθνικής μας εορτής, τους οδήγησε σε πρωτοφανή μέτρα που δεν χαρακτηρίζουν δημοκρατικό πολίτευμα.
  Ο φόβος από τη μια πλευρά και η δίκαιη αγανάκτηση, οργή και απαίτηση δικαιοσύνης, από την άλλη. Οργή και αγανάκτηση, που εκφράζεται με απειλές και εκδηλώνεται ή θα εκδηλωθεί με βίαιες πράξεις.
  Όλοι όσοι αισθάνονται ή είναι αδικημένοι προσδοκούν μια εξέγερση και την ονομάζουν επανάσταση. Το καζάνι βράζει.
  Η χώρα μας, η Ελλάδα, είναι η μοναδική στον κόσμο που έχει γνωρίσει τόσες πολλές εξεγέρσεις και επαναστάσεις στην ιστορία της. Θα περίμενε ο οποιοσδήποτε τα πάμπολλα παθήματα να γίνουν κάποτε μαθήματα, αλλά δυστυχώς όχι. Ακόμα και σήμερα οι Έλληνες παρορμητικά, με δίκαιο θυμό, αποζητάνε βία και αίμα.
  Όλοι μας γνωρίζουμε ότι δεν είναι λύση των προβλημάτων η βία. Όσο κι αν την απαλύνεις, με οποιοδήποτε όνομα κι αν τη βαφτίσεις, αυτή θα παραμείνει ως έχει και θα γεννήσει κι άλλη βία.
  Αν ανατρέξουμε στην Ιστορία και εξετάσουμε τα αποτελέσματα των εξεγέρσεων και των επαναστάσεων θα αναγνωρίσουμε ότι το αίμα που χύθηκε, η βαναυσότητα που βιώθηκε και οι αμέτρητες απώλειες, πήγαν όλα εις μάτην, μιας και το σύστημα δεν άλλαξε, αφού οι καταπιεσμένοι του χθες μεταλλάχτηκαν στους καταπιεστές του αύριο.
  Αυτό μας διδάσκει η ιστορία των βίαιων εξεγέρσεων. Και ο λόγος είναι προφανής. Τι μαθαίνει ένας μαθητής στο σχολείο; Ότι με την εξέγερση κάποιοι, σκοτώνοντας ή βασανίζοντας άλλους, πήραν την εξουσία στα χέρια τους. Όταν λοιπόν θα έρθει το παιδί στην ηλικία να διεκδικήσει, θα πράξει σύμφωνα με τα καθιερωμένα, μ’ αυτά που διδάχτηκε. Κατά συνέπεια η βία και ο διχασμός διαιωνίζονται.
  Η χώρα μας είναι μικρή και ο λαός μας μετρημένος αριθμητικά, κάθε τρίτη τέταρτη οικογένεια είναι συγγενική, γι’ αυτό δεν αντέχει άλλο αίμα και η λογική προστάζει όχι άλλους θανάτους και διχασμούς.
  Η εξέγερση που ευαγγελίζονται κάποιοι θα είναι καλό να είναι ειρηνική, να είναι εξέγερση των συνετών, μια επανάσταση της δικαιοσύνης. Πρέπει να σταθούμε υπεύθυνοι απέναντι στον εαυτό μας και στις μελλοντικές γενιές. Αν θέλουμε να αλλάξουμε κάτι να το κάνουμε χωρίς βία και συνοπτικές διαδικασίες, δίχως λαϊκά δικαστήρια, βάναυσους διασυρμούς, αγριότητες και πάθη που θα συνεχίσουν να διχάζουν τους αυριανούς πολίτες της Ελλάδας. Αν θέλουμε να αλλάξουμε πραγματικά η εξέγερση θα πρέπει να έχει τη μορφή της δικαιοσύνης, να κατασχεθούν περιουσίες, να απαγορευτούν πολιτικά δικαιώματα και οι ένοχοι να καταδικαστούν σε κοινωνική εργασία εφ’ όρου ζωής. Όχι άλλο αδελφικό αίμα στην Ελλάδα.

Συνεχώς διχασμένοι, ποτέ ενωμένοι, πάντα νικημένοι!


Παρατηρώ συμπεριφορές, βλέμματα, πράξεις, λόγια. Υπάρχει δυσαρέσκεια, απογοήτευση και απαισιοδοξία. Όλοι αισθάνονται άσχημα, ακόμα κι εκείνοι που τους προσπέρασε η κρίση χωρίς να τους αγγίξει. Όλοι νοιώθουν τις αλυσίδες που μας φόρεσαν τα εγχώρια και ξένα τσακάλια της οικονομίας. Αλλά...
 Πάντα υπάρχει αυτό το αλλά. Ακόμα περιμένουμε μια λύση από τον ουρανό, προσμένουμε έναν ηγέτη από το πουθενά, να έρθει να μας σώσει και οι περισσότεροι από εμάς, μην έχοντας σκεφτεί διεξοδικά το πρόβλημα, θα ψηφίσουν τους ίδιους αερολόγους, τους ίδιους καταστροφείς, τους ίδιους δημαγωγούς που εδώ και 35 χρόνια μας εκμεταλλεύονταν και ζούσαν όμορφα εις βάρος μας...
  Παρατηρώ συμπεριφορές, βλέμματα, πράξεις, λόγια και βεβαιώνομαι καθημερινά ότι δεν έχει κανένα νόημα η λέξη συλλογικό, δεν υπάρχει αλληλεγγύη, δεν υφίσταται αλτρουισμός. Δυστυχώς, αυτή είναι η πραγματικότητα και η παραδοχή της ίσως μας κάνει καλό. Είμαστε όλοι για τον εαυτό μας και κάποιοι λίγοι είναι και για το συμφέρον μικρών ομάδων, τίποτα παραπάνω. Είμαστε χωρισμένοι ατομικά και δεν μπορούμε να πράξουμε συλλογικά.
  Άλλωστε δεν έχουμε και κάποιον ενωτικό κρίκο από τον οποίον θα μπορούσαμε να κρατηθούμε όλοι μαζί. Τα πάντα έχουν διαβρωθεί από τη μισαλλοδοξία που έχουν σπείρει τα εγωιστικά ανθρωπάκια που παρουσιάζονταν σαν σωτήρες μας, από τα δεξιά οι σωτήρες του έθνους και από τα αριστερά οι σωτήρες του λαού. Οι πληγές που ανοίχτηκαν στο παρελθόν, είτε με τον εμφύλιο είτε με τη χούντα, δεν έχουν επουλωθεί και παραδόξως κληροδοτούνται σε ανθρώπους που δεν έζησαν εκείνο το διάστημα. Τα μίση και τα πάθη εκείνων των εποχών δημιούργησαν χάσματα μεταξύ μας, δεν μας δίδαξαν την ένωση, το συλλογικό, αλλά την περιχαράκωση, τον απομονωτισμό.
  Αντιθέτως, τα ανθρωπάκια, οι υποκινητές αυτής της κατάστασης, ένθεν κι ένθεν, ζούσαν και ζούνε ευχαριστημένα, διατηρώντας μάλιστα αναμεταξύ τους περισσότερους ενωτικούς δεσμούς απ' ότι εμείς οι υπόλοιποι. Οι δεσμοί της εξουσίας και της εκμετάλλευσής μας, οι οποίοι τους ενώνουν, είναι ισχυρότεροι από οποιαδήποτε άλλη ομαδική μορφή που υπάρχει αναμεταξύ μας. Το βλέπετε καθαρά στα λόγια τους, ακόμα και στα μάτια τους, αλλά στρουθοκαμηλίζετε. Έχετε μάθει να ακολουθείτε μπλε, πράσινους και κόκκινους ηγέτες, δεν μπορείτε να διανοηθείτε τη ρήξη, την τομή, με αποτέλεσμα να παραμένετε μόνοι.
  Ακόμα και αυτό που θα μπορούσε να μας ενώσει στη συγκεκριμένη περίπτωση, δίχως να μας διαχωρίσει σε επιμέρους ομάδες, η Ελλάδα, το ότι είμαστε όλοι Έλληνες, έχει διαβρωθεί τόσο στο μυαλό μας που αποτελεί πια ανέκδοτο να το επικαλούμαστε.
  Είναι φυσικό λοιπόν, να μην έχουμε μέλλον, γιατί απλώς απαρνηθήκαμε τη συλλογική μας ταυτότητα. Θα συνεχίσουμε να ζούμε, ο καθένας με τον τρόπο του και τις δυνάμεις του, αλλά πάντα ατομικά, ευάλωτοι σε κάθε επιβουλή, ανίσχυροι σε κάθε υποδούλωση που θα προτείνουν οι εκάστοτε εξουσιαστές και επικυρίαρχοι.
  Από τον θρησκευτικό μεσσιανισμό, συνεχίζοντας να είμαστε μια μάζα αποκλίνοντων ατόμων, περάσαμε στον πολιτικό μεσσιανισμό του νέου Μεσαίωνα που ξεπροβάλλει παγκοσμίως.

Μήπως έφτασε ο καιρός να ξαναβρούμε τη συνείδησή μας;


   Κρυμμένοι πίσω από προσωπικά δεδομένα, φυλαγμένοι μέσα στη συλλήβδην απενοχοποίηση των πάντων, κοιμώμενοι πάνω στην κλίνη της υλικής ευφορίας, για χρόνια ζούσαμε σ’ έναν ψεύτικο κόσμο, πλασμένο σχεδόν κινηματογραφικά προς τέρψιν κάποιων θεατών, παρά δική μας. Μάλλον ο κόσμος μας δεν ήταν καν κινηματογραφικός, αλλά περισσότερο διαφημιστικός, όπως τα σποτάκια στην τηλεόραση: ψεύτικα χαμόγελα, άνετα σπίτια, όμορφα αυτοκίνητα, ανούσιες και ανόητες συζητήσεις, λουλουδιασμένη ζωή, επιφανειακή.
       Το ξέραμε ότι δεν είναι έτσι η ζωή, το αισθανόμασταν, γιατί όσο κι αν κρυβόμασταν, φυλαγόμασταν και κοιμόμασταν, ταυτόχρονα βιώναμε την απώλεια της λογικής μας, καταλαβαίναμε το χάσιμο των ορίων, την εξαφάνιση του μέτρου, νοιώθαμε το κίβδηλο των συναισθημάτων μας και γνωρίζαμε ότι χάνουμε την ανθρωπιά μας. Δεν δίναμε όμως σημασία, γιατί πάνω στον παροξυσμό μας, στην έξαψη της χαράς μας, που ζούσαμε σε ευχάριστες συνθήκες, πετάξαμε τον καθρέφτη της συνείδησής μας και μείναμε γυμνοί, κενοί και ανούσιοι.
       Κάποιοι τον έκρυψαν, άλλοι τον έσπασαν. Δεν θέλαμε να νοιώθουμε τύψεις, θέλαμε μια άκριτη ζωή, χωρίς προβληματισμούς και έγνοιες.
        Οι ψυχολόγοι σε λαμπερά σικάτα συνέδρια έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου για τη μάστιγα της εποχής που ονομάζεται κατάθλιψη, οι ψυχίατροι αύξησαν τα έσοδα των φαρμακοβιομηχάνων προτείνοντας χάπια για κρίσεις πανικού και άλλα τέτοια ψυχικά προβλήματα που αναφέρονταν σε μονόστηλα άρθρα ή μονόλεπτες ανακοινώσεις στις ειδήσεις. Ακόμα και τα ναρκωτικά παρουσιάζονταν και συνεχίζουν να παρουσιάζονται απενοχοποιημένα, σαν μια εξάρτηση, απλή, που προήλθε από περιέργεια, δίχως κάποιον σοβαρό λόγο, έτσι άσκοπα, για διασκέδαση.
       Όλα τα άσχημα και τα προβληματικά στον φωταγωγημένο κόσμο μας, έπρεπε να τα κρύβουμε κάτω από το πανάκριβο χαλί της προκατασκευασμένης ζωής μας. Δεν είχαν θέση στο ορατό μας πεδίο, στην όμορφη και ευημερούσα κοινωνία που έπλαθε το κονσερβοποιητικό πολιτικοοικονομικό σύστημα.
        Ζούσαμε στη λαμπερή εικονική, με την κυριολεκτική της έννοια, πραγματικότητά μας και αδιαφορούσαμε για τη γάγγραινα που απλωνόταν κάτω από τα φανταχτερά μας ρούχα. Ξαφνικά όμως, η διαφημιστική καμπάνια έληξε και από ηθοποιοί βρεθήκαμε κομπάρσοι∙ ακόμα χειρότερα, άνεργοι και φτωχοί, έτσι που να μην έχουμε πια τη δυνατότητα να επιστρέψουμε ξανά σ’ εκείνη τη ματαιόδοξη, αλλά καθόλα ελκυστική ζωή.
   Οργιστήκαμε, αγανακτήσαμε και μαθημένοι στην ασυνείδητη απόφαση, στην ελαφρότητα της επιλογής, διαγνώσαμε το πρόβλημα και φωνάξαμε: «φταίνε οι άλλοι». Δεν είχαμε καν το φιλότιμο, που δήθεν μας χαρακτηρίζει, να αναρωτηθούμε: πόσο φταίνε οι άλλοι για τα δικά μας σφάλματα; Αυτοί οι άλλοι δεν έπραξαν ό,τι έπραξαν με τη δική μας ανοχή; Αυτοί οι άλλοι δεν μας σέρβιραν εκείνο που ποθούσαμε; Αυτοί οι άλλοι δεν έδειχναν τι και πώς, επειδή εμείς δεν θέλαμε να είμαστε υπεύθυνοι της ζωής μας;
Αυτοί οι άλλοι, οι ίδιοι και οι παρόμοιοι, τώρα δεν παρακαλάνε να τους ψηφίσουμε; Ζητάνε δηλαδή για μια ακόμη φορά την ανοχή μας. Θέλουνε όχι τον σταυρό μας στα ψηφοδέλτιά τους, αλλά την υπογραφή μας για να συνεχίσουν το έργο τους σύμφωνα με τα συμφέροντά τους…
       Δεν είσαι κινηματογραφικός χαρακτήρας, βρες τον καθρέφτη σου και κοίταξε το είδωλό σου, δεν είσαι σταρ σε ταινία φαντασίας, είσαι άνθρωπος και ζεις στην πραγματικότητα. Ξαναβρές τη συνείδησή σου και γίνε αστέρι της ζωής σου, όχι λαμπάκι που αναβοσβήνει σύμφωνα με τις διαθέσεις των άλλων.

Το μολυσμένο δένδρο δίνει μόνο μολυσμένους καρπούς

      Από την ημέρα της Μεταπολίτευσης και στη συνέχεια ο ελληνικός λαός άκουσε λέξεις-έννοιες όπως «Αλλαγή», «Υπέρβαση», «Νέο Όραμα», «Επανίδρυση», «Επανεκκίνηση» και άλλες πολλές, που κατά καιρούς τον έπειθαν και ψήφιζε με την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Κάθε φορά όμως, μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, διαπίστωνε ότι όλες αυτές οι μεγαλόστομες και ελπιδοφόρες διακηρύξεις έμεναν απλώς κούφιες υποσχέσεις. Σαράντα σχεδόν χρόνια ζήσαμε και γνωρίσαμε το ίδιο και παρόμοιο σκηνικό, υποσχέσεις για ένα καλύτερο αύριο και το «κάθε πέρυσι και καλύτερα», μέχρι που φτάσαμε στο μνημόνιο και το κατάμαυρο μέλλον.
     Τελικά, μετά την πρώτη δεκαετία, η διαπίστωση έγινε απ’ όλους τους ψηφοφόρους: «όλοι είναι ίδιοι», με αποτέλεσμα να βλέπουμε συνεχώς την εναλλαγή των δυο πρώην μεγάλων κομμάτων στην εξουσία μέχρι τις πρόσφατες εκλογές. Τώρα, με το γκρέμισμα του δικομματισμού, με την εμφάνιση νέων προσώπων, ο λαός άρχισε ξανά να ελπίζει για ένα καλύτερο αύριο.
       Είναι όμως έτσι; Θα δούμε ένα φωτεινό μέλλον ή απλώς θα ζήσουμε τα ίδια γεγονότα με διαφορετικά πρόσωπα στην εξουσία; Ξαφνικά οι Έλληνες θα μάθουν να τηρούν τους νόμους; Θα σταματήσουν να είναι άπληστοι και να διαφθείρονται; Θα επέλθει δια μαγείας τάξη, ισονομία, δικαιοσύνη, θα πάψουν τα ρουσφέτια, θα δοθούν οι θέσεις σε ικανούς;
     Αν θέλουμε να κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας και να είμαστε φαντασιόπληκτοι, θα απαντήσουμε θετικά. Ωστόσο ξέρουμε την αλήθεια. Τίποτε απ’ αυτά δεν θα γίνει, τα πράγματα θα χρωματιστούν λιγάκι, θα υπάρξει μια μικρή διαφορά, αλλά αργότερα και πιο σύντομα απ’ ό,τι πιστεύουμε, όλα θα παραμείνουν ίδια και παρόμοια.
       Ο λόγος, ο μοναδικός λόγος κι ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, που δεν θα αλλάξει η κατάσταση είναι ότι το πολιτικό σύστημα, το πολίτευμα της χώρας, είναι σάπιο, δίχως δικλείδες ασφαλείας, άδικο για την πλειοψηφία των πολιτών και κακοφορμισμένο, επίσης πεπαλαιωμένο. Γι’ αυτό οποιοδήποτε κόμμα κι αν έρθει στην εξουσία, μηδενός εξαιρουμένου, θα πράξει τα ίδια με το προηγούμενο, με μικρές ή ελάχιστες αποκλίσεις, γιατί το μολυσμένο δένδρο δίνει μόνο μολυσμένους καρπούς, στα χαμηλά και στα ψηλότερα κλαδιά.
     Αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα δεν είναι η αλλαγή κόμματος, αλλά η αλλαγή του πολιτεύματός της. Εδώ, σ’ αυτόν τον τόπο, γεννήθηκε η δημοκρατία και είμαστε περήφανοι γι’ αυτό. Εδώ, σ’ αυτόν τον τόπο, έχουμε την ευκαιρία και μπορούμε να αναμορφώσουμε το δημοκρατικό σύστημα, να του δώσουμε μια πιο σύγχρονη μορφή, να μειώσουμε τις αδικίες, να μοιραστούν οι ευθύνες σε περισσότερους πολίτες, να καταμεριστούν οι εξουσίες κ.λπ. ούτως ώστε να μην κυβερνάται η Ελλάδα από κομματάρχες και από ανθρώπους που επιβάλλουν τα κόμματα και τα συμφέροντά τους, αλλά από τους δημοκρατικούς πολίτες της.


Η παρανόηση των θεσμών


    Είναι ίσως εντυπωσιακό, αν όχι τραγικό, το πόσο εμείς οι Έλληνες έχουμε διαστρεβλώσει και παρανοήσει τους θεσμούς, που με τόση υπερηφάνεια και κομπορρημοσύνη προβάλουμε γενικώς ότι τους εμπνεύστηκαν και τους εφήρμοσαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Μια από αυτές τις πολλές παρανοήσεις είναι το πώς αντιλαμβανόμαστε το πολίτευμα της χώρας, το δημοκρατικό σύστημα.
    Ακούμε καθημερινά για «κρίση της δημοκρατίας», «αδιέξοδη πολιτική», «κακό σύστημα», «ο λαός έχει δύναμη», «ο λαός χρειάζεται», ενώ ταυτόχρονα βρισκόμαστε σε απόγνωση, ανήμποροι να κατανοήσουμε το πώς ξαφνικά βρεθήκαμε γκρεμοτσακισμένοι, αλλά και ανίκανοι να αλλάξουμε κάτι.
          Παρακολουθούμε τους πολιτικούς να μιλάνε ακατάπαυστα, να διαφωνούν συνεχώς, να αντιλογούν και να λογομαχούν, σε μια σειρά ατελείωτων συζητήσεων, που κατά το πλείστον δεν έχουν να προσφέρουν λύσεις, ούτε διεξόδους από τα μεγάλα καθημερινά προβλήματα της επιβίωσής μας.
Οι περισσότεροι από εμάς τα τελευταία χρόνια διαπιστώσαμε την ανικανότητα των πολιτικών, ενώ για το «κακό σύστημα» γνωρίζαμε όλοι πριν μας χτυπήσει η οικονομική κρίση. Έτσι, η απογοήτευση και η απόγνωση πολλαπλασιάστηκε.
Τι συνέβη; Πώς φτάσαμε στην εποχή του τρόμου και των διλημμάτων; Πού πάμε; Τι ψηφίζουμε; Γιατί δεν μπορούν να συνεννοηθούν; Γιατί ποτέ κανένας απ’ αυτούς δεν διακυβέρνησε τη χώρα σωστά, δίκαια, αξιοκρατικά;
Αναπάντητα ερωτήματα; Όχι ακριβώς. Το μόνο που χρειάζεται είναι να κατανοήσουμε κάποια ζητήματα.
     Το δημοκρατικό σύστημα γεννήθηκε από την ανάγκη των ανθρώπων για μια διακυβέρνηση της πολιτείας με ορθότερο, συνετότερο και δικαιότερο τρόπο από εκείνους που πραγματοποιούσαν άλλα συστήματα. Η οπτική του δημοκρατικού συστήματος προς τους πολίτες της χώρας είναι της ισότητας, της ισονομίας και της συνυπευθυνότητας. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο όλοι οι νόμιμοι πολίτες του κράτους έχουν το δικαίωμα στη διακυβέρνηση και στον καθορισμό της πολιτικής τακτικής.
Ένα ερώτημα και μια διαπίστωση θα μπορούσε να θέσει ο οποιοσδήποτε σ’ έναν νοερό διάλογο:
α) «Γιατί δεν ανέφερες την αξιοκρατία;» β) «Πράγματι, όλοι μπορούμε να ασχοληθούμε με την πολιτική».
         Οι απαντήσεις μου ίσως διευκολύνουν στην κατανόηση των προβλημάτων και των παρανοήσεων. Δεν αναφέρθηκα στην αξιοκρατία διότι στη Δημοκρατία εννοούνται όλοι άξιοι, αφοί είναι ίσοι και συνυπεύθυνοι. Που σημαίνει ότι εάν βλέπετε αδικίες του τύπου να καταλαμβάνουν θέσεις άτομα ανίκανα, αυτό είναι ένα πρόβλημα του πολιτεύματος. Στη Δημοκρατία δεν νοείται αξιοκρατία. Αυτή η διαπίστωση έγινε αρκετά νωρίς, από την εποχή που πρωτοεμφανίστηκε η Δημοκρατία στην Αθήνα. Ο Πλάτων μάλιστα, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο εμπνεύστηκε το δικό του πολιτειακό σύστημα, επειδή αντιλήφθηκε ότι η Δημοκρατία πάσχει στο ζήτημα της αξιοκρατίας.
          Άρα όσο θα επικρατεί το δημοκρατικό πολίτευμα, σ’ αυτή τη μορφή, δεν θα υπάρχει αξιοκρατία και όσο καλοί νόμοι κι εάν θεσπίζονται, αυτοί ποτέ δεν θα τηρούνται, διότι πάντα θα συναντάμε το φαινόμενο των ακατάλληλων ανθρώπων σε καίριες θέσεις. Επίσης, τα φαινόμενα της πολιτικής οικογενειοκρατίας, αλλά και του πελατειακού κράτους θα διαιωνίζονται συνεχώς. Παρενθετικά αυτά είναι προβλήματα που τα συναντάμε σε όλα τα δημοκρατικά κράτη, δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο.
Όσο για τη διαπίστωση ότι «όλοι συμμετέχουμε στην πολιτική» είναι μια παρανόηση και διαστρέβλωση του συστήματος. Θα μπορούσαμε πραγματικά να συμμετάσχουμε στην πολιτική, αλλά όχι σ’ αυτή τη μορφή του πολιτεύματος. Το να γίνονται κάποιοι άνθρωποι από τα σπλάχνα του λαού βουλευτές και πολιτικοί δεν σημαίνει ότι ο λαός συμμετέχει στην πολιτική.
         Ένα απλό παράδειγμα, είδαμε και βλέπουμε την ασυνεννοησία που επικρατεί από την τελευταία εκλογική αναμέτρηση, όλοι θέλουν να συγκυβερνήσουν ωστόσο δεν έρχονται σε συνεννόηση. Όλοι λένε ότι πήρανε την «εντολή του λαού» κι όμως δεν κάνουν τίποτα για να την εφαρμόσουν.
«Πολιτικά συμφέροντα» θα είναι η απάντησή σας.
           Ακριβώς έτσι, όμως, τότε, πού είναι η συμμετοχή του λαού στη διακυβέρνηση;
Εδώ βρίσκεται η διαστρέβλωση και η παρανόηση. Οι πολίτες ψηφίζουν τους πολιτικούς όχι για να τους κυβερνούν σαν ηγέτες, ούτε να λένε οι πολιτικοί στους πολίτες τι να πράξουν. Κανονικά οι πολίτες ψηφίζουν ώστε οι πολιτικοί να υλοποιήσουν τα συμφέροντα της πλειοψηφίας, δεν τους βάζουν τσομπάνους στο κοπάδι, διότι στη Δημοκρατία εννοείται ότι οι πολίτες κατευθύνουν την πολιτική και οι πολιτικοί είναι αυτοί που θα την πραγματοποιήσουν. Ωστόσο εμείς βιώνουμε ένα πολιτικό σύστημα που μας αντιμετωπίζει σαν άβουλο κοπάδι και μας χαρακτηρίζει «ο λαός», διαχωρίζοντας τους πολιτικούς από εμάς με χαρακτηρισμούς όπως «ταγοί», «ηγέτες», «κυβερνόντες» κ.λπ.
           Σ’ ένα πραγματικά δημοκρατικό κοινοβουλευτικό σύστημα οι πολίτες θα έπρεπε να επιλέγουν από τα προγράμματα του κάθε κόμματος εκείνες τις προτάσεις που είναι για το συμφέρον της πλειοψηφίας και κατόπιν οι πολιτικοί να πραγματοποιούν τις εντολές. Έτσι η φράση «πολιτικά συμφέροντα» θα ήταν ανούσια και δεν θα μας οδηγούσε σε τόσο μεγάλα και αδιέξοδα προβλήματα. Γιατί το δημοκρατικό πολίτευμα σε αντίθεση μ’ αυτά που λένε οι επαγγελματίες πολιτικάντηδες έχει πραγματικά αδιέξοδα, τα οποία λύνονται συνήθως με προβληματικούς νόμους, διαιωνίζοντας τον κακομορφισμό του.
Εν κατακλείδι ας μην περιμένουμε ότι θα λυθούν τα βασικά προβλήματα του συστήματος από το οποιοδήποτε κόμμα, ούτε ότι θα αλλάξει ποτέ η κατάσταση, όσες εκλογές κι αν κάνουμε, εάν εμείς δεν γίνουμε πραγματικά ενεργοί πολίτες και εάν δεν αλλάξουμε το πολιτικό σύστημα της χώρας.